-
1 καινο-πρεπής
καινο-πρεπής, ές, neu aussehend, καινοπρεπῆ σχήματα, neu u. angemessen, Hermog.; adv., καινοπρεπεστέρως λέγειν Arist. Metaph. 1, 8, auf neue, ungewohnte Weise; Plut. de Alex. fort. 2, 1 tadelnd von Philipp ἦν ἐν τούτοις ὑπὸ ὀψιμαϑίας ἑαυτοῦ καινοπρεπέστερος, wie ein Neuling, der spät Etwas gelernt hat, war er unbeholfener od. empfindlicher als sonst.
См. также в других словарях:
καινοπρεπής — ές (Α καινοπρεπής, ές) αυτός που έχει νέα ή ασυνήθιστη εμφάνιση («καινοπρεπή σχήματα») αρχ. 1. (για πρόσ., όπως για κατηγορία κατά τού Φιλίππου) αυτός που μοιάζει με αρχάριο, ο αδέξιος («καινοπρεπέστερος ἑαυτοῡ ὑπὸ ὀψιμαθείας», Πλούτ.) 2. το ουδ … Dictionary of Greek